- ευγένεια
- η1. η ιδιότητα του ευγενούς.2. λεπτότητα τρόπων, συμπεριφορά καλή: Όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐγενείᾳ — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγένεια — nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγένεια — και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία) 1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά 2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά 3. τα λεπτά χαρακτηριστικά τού προσώπου, η ευγενική μορφή 4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα 5. (για ζώα) η… … Dictionary of Greek
εὐγενείας — εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem acc pl εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑγένεια — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενείαι — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενειῶν — εὐγένεια nobility of birth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενείαις — εὐγένεια nobility of birth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)